φέναξ

φέναξ
φέναξ, ᾱκος, ,
A cheat, quack, impostor, Ar.Ra.909, Heraclit.Ep.6.3, Porph.Chr.29, etc.; in Ar.Ach.89, perhaps with a play on φοῖνιξ (the bird); in Eq.634 Φένακες are addressed as the tutelary gods of cheats.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φέναξ — ακος, ὁ και ἡ, Α 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ. β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.) 2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ* 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους …   Dictionary of Greek

  • φέναξ — φένᾱξ , φέναξ cheat masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phenakit — Chemische Formel Be2[SiO4] Mineralklasse Silikate und Germanate 9.AA.05 (8. Auflage: VIII/A.01 10) (nach Strunz) 51.01.01.01 (nach Dana) …   Deutsch Wikipedia

  • Фенакистископ — Эдварда Мейбриджа (1893) …   Википедия

  • κάβαξ — κάβαξ, ὁ (Α) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καββαλικός, πιθ. με μακρό ᾱ (κάβᾱξ), πρβλ. φένᾱξ] …   Dictionary of Greek

  • μετεωροφέναξ — μετεωροφέναξ, ακος, ό (Α) αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική μετεωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φέναξ, ακος «απατηλός»] …   Dictionary of Greek

  • συμφέναξ — ακος, ὁ, Μ απατεώνας όπως και κάποιος άλλος, συμμέτοχος σε απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φέναξ «απατεώνας»] …   Dictionary of Greek

  • φέναγμα — άγματος, τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) φενάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φενάσσω] …   Dictionary of Greek

  • φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] …   Dictionary of Greek

  • φενακίζω — ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ [φέναξ, ακος] εξαπατώ, παραπλανώ μσν. φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή αρχ. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • φενακίτης — ο, Ν (ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού βηρυλλίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenakite < φέναξ, ακος + κατάλ. ίτης*, λόγω τού ότι συγχέεται εύκολα με τον χαλαζία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”